-
1 παρα-μένω
παρα-μένω (s. μένω), neben Einem bleiben, bei ihm ausharren, τινί, Il. 11, 402. 15, 400, auch absol., ausdauern, ausharren, 13, 151; in poet. Form, παρμένειν, 15, 400; Ggstz ἀπαλλάσσεσϑαι, 1, 82. 8, 101; μάχαις παρέμεινε, Pind. P. 1, 48; αἰ-χμᾷ, 8, 42; παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, Ar. Plut. 440; διὰ τὰ κέρδη ἥδιον ἡμῖν παραμενοῦσι, Xen. Cyr. 4, 2, 43; ἀλλά μοι παραμείνατε τοσοῠτον χρόνον, Plat. Apol. 39 e; im Ggstz von ἀποδιδράσκει, Men. 97 d; – bes. übrig bleiben, am Leben bleiben, Her. 1, 30. – Auch von Sachen, ἡ μὲν γὰρ φύσις ἀεὶ παραμένουσ' αἴρει κάρα, Eur. El. 942; αὐτῷ πόνος παραμενεῖ πάμπολυς, Plat. Legg. VI, 769 c; δοκεῖ ἡ ὑγίεια μᾶλλον παραμένειν, Xen. Cyr. 1, 6, 17; Folgde. Uebh. ausdauern, von Bestand sein; vom Wein, sich halten, Strab. 11, 10, 1; vgl. Plut. Symp. 3, 7, 1.
-
2 παραμενω
поэт. παρμένω1) оставатьсяπαράμεινον τὸν βίον ἡμῖν Arph. — оставайся навсегда с нами;παραμείνατέ μοι τοσοῦτον χρόνον Plat. — побудьте со мной немного2) (стойко или упорно) держаться(μάχαις Pind.)
3) сохраняться, длиться(οὕτω μοι δοκεῖ ἥ ὑγίεια μᾶλλον παραμένειν Xen.)
ἥ ἀεὴ παραμένουσα (sc. φύσις) Eur. — неотъемлемые природные качества4) оставаться в живых, выживать(τέκνα παραμείναντα Her.)
-
3 παραμένω
A stay beside or near, stand by,οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Il.11.402
, cf. 15.400 ; (hex.), cf. Pl.Ap. 39e, al. ; of slaves, remain, stay, opp. δραπετεύω, ἀποδιδράσκω, Id.Men. 97d, X.Oec.3.4 ; in Law, of slaves whose manumission was deferred, SIG1208 (Thespiae, ii B. C.), etc.: hence Παρμένων, Trusty, as a slave's name, Men.Sam. 302, etc.II abs., stand one's ground, stand fast, Il.13.151, cf. Hdt.1.82, 6.14, Ar.Pl. 440, etc.; more fully, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Pi.P.1.48 ; παρμένοντας αἰχμᾷ ib.8.40 ; εὐανθεῖ ἐν ὀργᾷ π. ib.1.89 ;πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Th.3.10
; ἀδύνατός εἰμι.. παραμένειν to remain with the army, Id.7.15 ; offortune, remain steady.παραμένει γὰρ οὐδὲ ἕν Men.51
.3 survive, remain alive, Hdt.1.30.4 of things, endure, last, Id.3.57, etc. ; ἀεὶ παραμένουσα [ ἡ φύσις] E.El. 942 ;π. ἡ πολιτεία Lys.25.28
;αἱ εὐπραγίαι Isoc.7.13
;ἡ ὑγίεια X.Cyr.1.6.17
, etc.;δίχα τῆς σφοδρότητος π. τὸ μέγεθος Longin.9.13
; of money, stay by one, last for ever, Alex. 281, Timocl.9.1, Men.128.2 ; of wine, last, keep good,εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Str.11.10.1
, cf. Ostr.Bodl. i 145 (iii/ii B. C.), Plu. 2.655f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμένω
См. также в других словарях:
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek